χειροτόνους

χειροτόνους
χειρότονος
stretching out the hands
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χειρότονος — ο / χειρότονος, ον, ΝΑ νεοελλ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων αρχ. φρ. «χειροτόνους λιτάς» δεήσεις με τεντωμένα τα χέρια (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το επίθ. χειρότονος όσο και το ρ. χειροτονῶ είναι σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”